|
подлежащий засаживанию лесом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подлежащий засаживанию лесом? — αναδασωτέος как с (ново)греческого переводится слово αναδασωτέος? — подлежащий засаживанию лесом — τεντωτός — αρθρογραφικός — σκληροκάρδιος — βιολετής — άπατη — ποκάρι — απραγματοποίητος — μηλοπούρναρο — καλλίφωνος — μετατάσσω — οδυνηρός — κατειργασμένος — δακτυλοδεικτουμαι — νταγκλαράς — πλεονεκτικότητα — συνδρομή — ρεντιγκότα — λαλητά — βυζανιάρικος — βροχίζω — πλαγιασμένος |
|||