Новогреческий словарь
αθυμιάτιστος
αθυμιάτιστ|ος
, η, о 1) см. αθύμιαστος ;
2)
необруганный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
необруганный
? —
αθυμιάτιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθυμιάτιστος
? — необруганный
#
(ново)греческий словарь
—
μαθητός
—
βικτώρια
—
αλλέγρος
—
ροδιακός
—
ξεπαγώνω
—
αναμιμνήσκομαι
—
γλυκομίλημα
—
πεντοζάλης
—
πυξαριά
—
κράσος
—
διαπλέκομαι
—
ψαλίδι
—
γλεντοκόπος
—
μισόγδυτος
—
γλυκαντέρης
—
πλεκτός
—
χεροβολιά
—
κοιμήσικος
—
πειθαναγκάζω
—
φροντίδα
—
γλυτωμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве