|
, η, о 1) см. αθύμιαστος ; 2) необруганный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необруганный? — αθυμιάτιστος как с (ново)греческого переводится слово αθυμιάτιστος? — необруганный — δερβέναγας — αποφύλλισμα — ζαλιά — ταγήνι — διαρρηγνύω — μικροβόλτ — προδιαθέτω — γρύλλος — αυτόγραφο — μεσοκυττάριος — μαλαχτάρι — θρησκόληπτος — χειλοπλαστία — πάρεργος — προαιρετικός — λίτρα — έκθυμα — εξακοντισμός — φυλάγω — βώτριδα — καρεκλίτσα |
|||