αθυμιάτιστ|ος

формы словаβ
αθυμιάτιστ|ος
, η, о 1) см. αθύμιαστος ;
2) необруганный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово необруганный? — αθυμιάτιστος
как с (ново)греческого переводится слово αθυμιάτιστος? — необруганный


δερβέναγαςαποφύλλισμαζαλιάταγήνιδιαρρηγνύωμικροβόλτπροδιαθέτωγρύλλοςαυτόγραφομεσοκυττάριοςμαλαχτάριθρησκόληπτοςχειλοπλαστίαπάρεργοςπροαιρετικόςλίτραέκθυμαεξακοντισμόςφυλάγωβώτριδακαρεκλίτσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit