|
το послушник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово послушник? — καλογεροπαίδι как с (ново)греческого переводится слово καλογεροπαίδι? — послушник — εκλειπτικός — ερανιστικός — νωθρότητα — αρθρογραφικός — αρχαϊκότητα — αγορίστικα — Αιγυπτιώτης — χρηματοσυλλογή — σείνομαι — επιβεβαιωτικός — μπαρόκ — πάννινος — γλειψιματίας — θώραξ — απομύζηση — ανταπεργός — πιθανολογώ — μυθολογώ — ετυμολόγηση — εξελίσσομαι — βραδινός |
|||