|
ο тех. вайма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вайма? — αρμοσφίγκτης как с (ново)греческого переводится слово αρμοσφίγκτης? — вайма — εξιδανίκευση — Νέστορας — σκουφάτος — διάσφιγξη — μετρονομία — ξινόχορτο — λαθραναγνώστης — αχυροπιεστικός — ταχυποδία — φτεροδέρνομαι — ευκολομίλητος — αυταρχικότητα — ωμοφαγία — λιθοβολισμός — ιατρία — φροκαλίζω — τομαράς — άκακος — κανονικός — φαιάνθραξ — εμοί |
|||