αρμοσφίγκτης

формы словаβ
αρμοσφίγκτης
ο тех. вайма



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вайма? — αρμοσφίγκτης
как с (ново)греческого переводится слово αρμοσφίγκτης? — вайма


εξιδανίκευσηΝέστοραςσκουφάτοςδιάσφιγξημετρονομίαξινόχορτολαθραναγνώστηςαχυροπιεστικόςταχυποδίαφτεροδέρνομαιευκολομίλητοςαυταρχικότηταωμοφαγίαλιθοβολισμόςιατρίαφροκαλίζωτομαράςάκακοςκανονικόςφαιάνθραξεμοί




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit