|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρανόμως? — — χαϊδολογώ — ροκέττα — καθαρτικός — σαρκώδης — αιμορραγώ — αραδιαστά — ταπεινωτικός — ημείς — ανακρεμαστός — σμυριδόπανο — αποσαθρώνομαι — πέντε — οληνυχτίς — θαλασσοχελώνη — καλυβόσπιτο — φαντασιακός — χαλκός — σκαντζάρω — επιψευδαργυρώνω — ξεκρέμαστος — ημιαγωγός |
|||