|
1) не получивший пинка; 2) перен. неизгнанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не получивший пинка? — αλάκτιστος как на (ново)греческом будет слово неизгнанный? — αλάκτιστος как с (ново)греческого переводится слово αλάκτιστος? — не получивший пинка, неизгнанный — κατούρλιό — εγχειρήσιμος — λουτρίς — αιγυπτιολογία — ονομαστικό — αλληλοφαγώνομαι — ευποιδευσία — φυτοπαθολογία — κακορίζικος — αιθιοπικός — μαθεύομαι — επιδημητικός — κριθαράκι — ανελκτήρ — ευρωπαίος — βέλο — ανισομερής — ορμίδι — ταραγμός — ανάχρεμχμη — ασκωρίαστος |
|||