|
η черепичное производство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черепичное производство? — κεραμοοιία как с (ново)греческого переводится слово κεραμοοιία? — черепичное производство — ευκολοπλησίαστος — κουκιά — συγχωρητήριος — κιονόκρανο — νυχτοκόπος — εξαρχαϊσμός — καμαρίνι — πυκνόρρευστος — καμπήσιος — ελαφίδες — ρυπαντής — αμεταρρύθμιστος — ασπάρακτος — υποδικία — μελιτοφόρος — αυταπόδεικτος — τός — βαμβακοκλώστης — όποτε — αντικαταβολή — αγριαψινθιά |
|||