|
η вышивальщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщица? — κεντήτρια как с (ново)греческого переводится слово κεντήτρια? — вышивальщица — οκταπύρηνος — καβάδι — διούρηση — καθετηριασμός — καλοπέφτω — δαντέλλα — κοντήτερα — εξωταξικός — δεκατριάκις — νυχτώνω — τελειωτικός — ετάζω — φρεσκομπογιατισμένος — μονημεριάτικος — καρπικά — εμπαίνω — δόντνασμα — διαβρώνω — μπουκωμένος — επόπτης — αφρολόγος |
|||