Новогреческий словарь
κεντήτρια
κεντήτρια
η
вышивальщица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вышивальщица
? —
κεντήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
κεντήτρια
? — вышивальщица
#
(ново)греческий словарь
—
βελονωτός
—
χοντροφτιαγμένος
—
ενιαυσιότητα
—
γιουρούκης
—
ελεγείο
—
ευτυχίζω
—
σκυλοτρώγομαι
—
κωλόφαρδος
—
ζυμωσιογόνος
—
πέος
—
αμυγδαλόπηκτο
—
αυτοκίνητος
—
αδιαρρύθμιστος
—
ξελακκώνω
—
δερματολογία
—
μπομπονιέρα
—
ευδιάβατος
—
σκοτοδίνη
—
φόρμα
—
κατοικήσιμος
—
άρρητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве