|
η минералография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово минералография? — ορυκτογραφία как с (ново)греческого переводится слово ορυκτογραφία? — минералография — παραπλανάω — καλάθα — βογγηχτό — τετράγλωσσος — χοντρόκωλος — πενθημερία — απίσσωτος — χαϊδεύομαι — κακοποιός — μουγκρίζω — αυτοσχεδίως — σανιδένιος — αμακατζής — πίσω — αμοίχεοτος — σφακελώδης — ακατάρρευστος — φραγγέλωμα — παγκάρπιο — θυμίαση — ψευδολόγημα |
|||