|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξηροκάρπι? — — αγνωστοποίητος — οκτακοσαριά — εγκόλαψη — κάθειρξη — πενυματισμός — σπερματοβλάστη — βροχόνερο — ρυπαίνω — ακαψάλιστος — ηγεμονόπαις — ανατέμνω — θεμελιωτής — κηπουρικός — χαρτονοποιείο — καβουράκι — κοντόπνοος — εβδομαδιάτικο — ανισόρροπος — οίκηση — εύρεση — δυσεντερία |
|||