|
το будка чистильщика обуви #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово будка чистильщика обуви? — στιλβωτήριο как с (ново)греческого переводится слово στιλβωτήριο? — будка чистильщика обуви — γράσο — πέζο — εγρηγορώ — αντιπρύτανις — αβανιά — χειροπεδώ — άκαυτος — ετερογενής — δακράκι — υποκαίω — αλλεργιολόγος — φρένα — δανεικά — απόπτυσμα — κανονάρχης — μισακάρισσα — σήμα — κόρυζα — αισθητότητα — χαλκελασματουργείο — αργολόημα |
|||