επιθεωρημένος

формы словаβ
επιθεωρημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово επιθεωρημένος? —


εξάχρονοσπαταλώύπαιθροςηττοπάθειααεριόμορφοςσυλλαβιστάαποσηπτικόςλαθρεμπόρευμαπαντοδύναμοςευπρεπώςανύμφευτοςξανανάβωπίκκολοόνειροταξιδιώτηςαναγκαιώζούφιοςελευθεροκοινωνίαδεκαεπτάκιςξεσφίγγωμουρλαίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit