|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιθεωρημένος? — — εξάχρονο — σπαταλώ — ύπαιθρος — ηττοπάθεια — αεριόμορφος — συλλαβιστά — αποσηπτικός — λαθρεμπόρευμα — παντοδύναμος — ευπρεπώς — ανύμφευτος — ξανανάβω — πίκκολο — όνειρο — ταξιδιώτης — αναγκαιώ — ζούφιος — ελευθεροκοινωνία — δεκαεπτάκις — ξεσφίγγω — μουρλαίνω |
|||