|
το рупи (мера измерения материи = 8 см.) === δέν τό κουνάω (или κάνω) ~ — [phrase]не двигаться с места, не собираться уходить[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рупи? — ρούπι как с (ново)греческого переводится слово ρούπι? — рупи — άσκαστος — ατού — ταννίνη — αβαντάζ — μεσόσκελο — διοκαυστικός — λακκάκι — αγουροξύπνητος — αναμφίβολος — κοροϊδεύομαι — αναζωογονητικά — υποδιαστολή — βιομηχανία — επιμελητής — συστασιάζω — κορινθιακός — θερσιτικός — ξαφνικά — λιγουρεύω — κοντόπνοος — αφθόνως |
|||