|
η 1) потребление; 2) сбыт; распродажа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потребление? — εξόδευση как на (ново)греческом будет слово сбыт? — εξόδευση как на (ново)греческом будет слово распродажа? — εξόδευση как с (ново)греческого переводится слово εξόδευση? — потребление, сбыт, распродажа — κορίτσαρος — μπριστόλ — γεροντικός — τυχαιότητα — βαρκός — μωρέ — παιδολόγι — υπεραυξάνομαι — αδικοπλουτίζω — μετεωρογραφία — ακακία — ευφημιστής — σέρζ — σολοικισμός — περδικούλα — ανισοϋψής — ενοχοποίηση — αποστρέψιμο — αραβοϊσραηλινός — εφαπτομένη — γλυκοθώρημα |
|||