Новогреческий словарь
μαντατοφόρος
μαντατοφόρ|ος
ο
вестник, гонец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вестник
? —
μαντατοφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
гонец
? —
μαντατοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαντατοφόρος
? — вестник, гонец
#
(ново)греческий словарь
—
συγκολλώ
—
ασύσταγος
—
αμασκάρευτος
—
επιβάτισσα
—
κανονιέρης
—
συρράπτω
—
δικάταρτο
—
μονόσημος
—
φυντανάκι
—
στρογγύλευμα
—
χαραμής
—
μεταστάθμευση
—
άλικος
—
αγρυπνώ
—
ξελαίμιασμα
—
νοερά
—
ψυχολογιαρχία
—
γητευτής
—
λαμπριάτικος
—
πηλοφόρι
—
ξηρασία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве