τοποτηρητ|ής

формы словаβ
τοποτηρητ|ής
ο 1) наместник;
2) церк. викарий



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово наместник? — τοποτηρητής
как на (ново)греческом будет слово викарий? — τοποτηρητής
как с (ново)греческого переводится слово τοποτηρητής? — наместник, викарий


ξεστηθώνωευθέτωςεπιχέομαιβέρβεριελεεινότηταναυαγοσώστηςΙάπωνμογεριάσφαλερόςκοινωφελέςαμφιταλαντεύομαικάκαδογεροντίδιοΕλλαδικόςχρωμοφόροςψηφολέκτηςατμοπλοίαμαρμαροειδήςσαπουνόσκονηνηματοποίησηομογάστριος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit