|
ο 1) наместник; 2) церк. викарий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наместник? — τοποτηρητής как на (ново)греческом будет слово викарий? — τοποτηρητής как с (ново)греческого переводится слово τοποτηρητής? — наместник, викарий — ξεστηθώνω — ευθέτως — επιχέομαι — βέρβερι — ελεεινότητα — ναυαγοσώστης — Ιάπων — μογεριά — σφαλερός — κοινωφελές — αμφιταλαντεύομαι — κάκαδο — γεροντίδιο — Ελλαδικός — χρωμοφόρος — ψηφολέκτης — ατμοπλοία — μαρμαροειδής — σαπουνόσκονη — νηματοποίηση — ομογάστριος |
|||