|
близлежащий; окружающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близлежащий? — περικείμενος как на (ново)греческом будет слово окружающий? — περικείμενος как с (ново)греческого переводится слово περικείμενος? — близлежащий, окружающий — μαντάρα — ιπποτικός — επενέβην — διαφοροποιώ — αμετάπειστος — κλειδαράδικο — αλλοτριωτικός — άμεστος — καβγαδίζω — αντωνυμικά — ανωφέλητος — επιφέρων — εισδέχομαι — ξωτικιά — κατατάσσομαι — αιχμή — απογράφω — περιδινής — έκτιση — γηροκομείο — δεκάτισμός |
|||