|
внезапно, вдруг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внезапно? — κατάξαφνα как на (ново)греческом будет слово вдруг? — κατάξαφνα как с (ново)греческого переводится слово κατάξαφνα? — внезапно, вдруг — χάλια — σκιαμαχία — μερομίστι — ουζοπότης — ανθρωπόφοβος — συγχορδία — μαρτύριο — άβουλος — ρούχο — βαρκάρης — ρόδιος — αναμαρτησία — κρεατοπουλειό — καταφυγή — στομίς — κατώφλια — αλέστα — ελευθεροτέκτονας — συμπυκνώνω — ημίταγμα — ηχώ |
|||