|
το полигон, стрельбище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полигон? — σκοποβολείο как на (ново)греческом будет слово стрельбище? — σκοποβολείο как с (ново)греческого переводится слово σκοποβολείο? — полигон, стрельбище — τριχοειδής — παρεμβατικός — ρωσόφιλος — ολίγιστος — πυοδερμίτιδα — συμπολιτευόμενος — γαλιμίδι — κατατοπισμός — σκιτσογράφος — βροχοφόρος — ξενιστής — Άραβες — ασαράντιγος — εραστής — μεσοκόβω — περιορισμένος — πρωταυγουστιάτικος — τηγανιά — ξενότροπος — συρρέω — οικείος |
|||