|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουτζώνομαι? — — διακόνισσα — άδεντρος — παρατεταγμένα — ταβανόσκουπα — ψηφιακός — ανθοδέτρια — εκκριματοφόρος — πενταετηρίδα — δασοφυλακείο — επιτροπία — καπηλικός — χάσμηση — σταθήτε — πικρία — εξονυχισμός — συμπεθεριάσματα — μαλλιοτραβιούμαι — κοκκινέλλι — απόσπαση — σμπάρο — πολίχνη |
|||