|
η волшебница, чародейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волшебница? — μαγεύτρια как на (ново)греческом будет слово чародейка? — μαγεύτρια как с (ново)греческого переводится слово μαγεύτρια? — волшебница, чародейка — αναθάλπω — καταρρίπτω — χαρακτηρολογία — αναγκαστικός — ρεαλιστικός — πραγματεύομαι — βροντώ — συρματουργός — φεβρουαριανός — ξεμυτάω — ρέγγα — γενετήσιος — εμπειρογνωμοσύνη — αλεξίφλογο — κοπέλλι — επτάρι — παλαιά — ρέφουλα — ασύγκρουστος — αξανά — κουσελιάρης |
|||