|
(-ακτος) τό сыворотка (молочная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сыворотка? — ορόγαλα как с (ново)греческого переводится слово ορόγαλα? — сыворотка — προκόφτω — εφετινός — ελαβα — νυχτοπάτης — ασπάζομαι — δεντρολίβανο — ημισκοτεινός — βιβλιάριο — παραβάτις — προσωδία — αποφθειρίαση — μούγκρισμα — απαργυρώνω — λιθογράφος — αχάραγα — οδοντάγρα — πυράγρα — υπερρεαλισμός — μόνιππος — κρυφογελώ — πηγαινοέλα |
|||