|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασυναρτήτως? — — αδιαγούμητος — υποχόνδριος — τυποποιημένος — κάσσα — γιούλι — αλλοτριογομία — ανεμίζω — φουγάρο — ξυστρίς — κλωνόγερτος — οφθαλμαπάτη — απιλογιάζω — εξασθενημένος — γυψώνω — ενώπιον — αποδείπνι — εμβρυώδης — θρύλος — ανακούφιση — χούφτιασμα — αλληλοφαγώνομαι |
|||