|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βελάκι? — — πολιτογράφηση — προέχω — βαρυπενθής — ερυθρά — μόσχευμα — κουτσουριάζω — ανευφήμητος — ακατάκλυστος — πατάκα — εξέλεγχος — στίλβη — τσουλί — μηδενισμός — ραμφισμός — χειρότερα — απομακρύνομαι — αφηρημάδα — ασύμβλητος — παρασιώπηση — χιρσφελδία — ωοφορίτις |
|||