|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στομάχιασμα? — — λαγούτο — υδρωπάζω — εξευτελίζομαι — αψίδα — κοινωμάτιον — λυτρωμένος — αγαρμπος — πάγουρας — κακοπαθώ — δαφνίδα — διαγωνίως — φλογώδης — Βρυξέλλες — συνεκπαιδεύω — υπέρτερος — σιαλογόνος — αλεξιπτωτιστής — σκυλοδόντης — απόξυση — ξεχάνω — πανευτυχής |
|||