|
(αόρ. εστήθην и εστάθην, παρατ. ιστάμην) стоять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоять? — ίσταμαι как с (ново)греческого переводится слово ίσταμαι? — стоять — κύφωμα — κατακρήμνιση — ψελλότητα — ξανθότητα — υπερκαπιταλισμός — ρίνιση — οχλοκρατία — ενυπόστατος — συζητω — ασκητής — φυλλοφορώ — παιδιά — μεσοσαράκοστα — τράκος — ζοριλίκι — φωτοτηλεγράφημα — γιαγιά — γιγαντίως — συνειρμισμός — σπάνω — καταδυνάστευση |
|||