|
το причина, мотив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причина? — αίτιο как на (ново)греческом будет слово мотив? — αίτιο как с (ново)греческого переводится слово αίτιο? — причина, мотив — σβέση — όρυγμα — επτάς — ανθός — κατακαλόκαιρο — καπνοσύριγξ — αγοθόπιστος — πανηλίθιος — κρεμιέμαι — αποζητώ — παρακλέβω — επανετέθην — μεροληπτώ — υγειονόμος — οπερέττα — επινικέλωση — προεδρεύω — πυγονιπτήρ — αποκρυπτογράφησις — κατάπαυση — αλατοπηγία |
|||