|
ο минарет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово минарет? — μιναρές как с (ново)греческого переводится слово μιναρές? — минарет — κτίση — αυτομόληση — χαμερπής — αναρριχτός — εξόδευμα — αποκοπή — φύραμα — μακαρονοποιός — φαυλόβιος — ιδρυτής — κατοπτρίζομαι — προσγειωμένος — αναρρωτήριο — ξαγαπώ — φρενοπαθής — δίλογος — ενιαχού — οικτρός — εγωκεντρισμός — τουρκικός — εφορείο |
|||