|
το церковная скамья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово церковная скамья? — στασίδι как с (ново)греческого переводится слово στασίδι? — церковная скамья — αυτοθέρμανση — ακριτολογία — νοθεία — δαφνιακός — πάνδημος — μακρόσωμος — νευρά — αποκουφαίνω — αφυδάτωση — χλοΐζω — μαγιολική — πατριδωνυμικός — ελασσον — γαστροσκόπία — χανάτο — σακχαρίνη — χαρτοδέτηση — εδεκεί — μαξιμαλιστής — γραικικός — δίοπος |
|||