|
хронологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хронологический? — χρονολογικός как с (ново)греческого переводится слово χρονολογικός? — хронологический — κατοικοεδρεύω — ξαναζεσταίνω — οξαλίδι — κομματισμός — αζωγράφητος — προγραμματικώς — ατόφια — ευκτήριος — υπερκεράτωσις — σείση — μουγγαμάρα — εκβολή — κάψουλα — κατρακύλισμα — συγχρονοσκόπιο — αγροληπτικός — αλλήλως — γραμματοθήκη — ζαμπονοτυρόπιτα — γεβεντίζω — εκκλινής |
|||