Новогреческий словарь
άγλυκαντος
άγλυκαντ|ος
прям., перен.
горький
;
~ντη ζωή — горькая жизнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
горький
? —
άγλυκαντος
как с
(ново)греческого
переводится слово
άγλυκαντος
? — горький
#
(ново)греческий словарь
—
κουπιά
—
άρδευση
—
ταξιδιάρης
—
αναπνευστικός
—
κάμφορα
—
αγορίστικα
—
πετροκερασιά
—
δέστρο
—
προλαμβάνω
—
μερική
—
αχερώνω
—
κεραμευτική
—
άγος
—
σκευάζω
—
ανάκρουση
—
ξοδιάστρα
—
αναπλημμυρίζω
—
ηλεκτροστατικός
—
ακοινολόγητος
—
γλυκαπόδειπνος
—
μικροώμ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве