|
дубильный; ~ή ύλη — дубитель, дубильное вещество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубильный? — δεψικός как с (ново)греческого переводится слово δεψικός? — дубильный — εκμηδένιση — κίσσα — κοχλιουλκός — αράπικος — τσαχπίνικα — γνωστικισμός — αμαξόδρομος — ανθρώπινος — παρανομώ — ηλιοτροπικός — μαγιά — μακεδονήσι — κολπόρροια — ξαναγκάζω — αδελφοσύνη — κλατάρω — εκτροπίας — ζαριά — ρηχά — αλάβωτος — ντροπαλά |
|||