|
η наука; φυσικές (ηθικές, θετικές) ~ήμες — естественные (гуманитарные, точные) науки; απόκρυφες ~ήμες — оккультные науки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наука? — επιστήμη как с (ново)греческого переводится слово επιστήμη? — наука — χαλιναρώνω — αμελητές — αυθυπαρξία — αγγειοπώλης — ανακάμπτω — ανασπάζομαι — πεδιάδα — διαβολέτο — φιλότεκνος — χίλια — ανεύρετος — ασφοδελίνη — εκτίθεμαι — χλωροφορμικός — σιτέμα — αφερεγγυότητα — κατάσβεση — αδικοβγάλτρια — αδελφοσύνη — ευσχήμως — τορνωτός |
|||