|
το чайная #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чайная? — τεϊοποτείο как с (ново)греческого переводится слово τεϊοποτείο? — чайная — στενός — εφτάρι — αυτοκράτορας — ξυλοβιομηχανία — αντιστάτης — ετεροταξία — ανιμίστρια — υδρία — ενενηκοντάκις — επιδιαιτητικός — γυναικάκι — λεμονοπορτόκαλο — ανέκαθεν — λουπιναριά — ακτινοσκοπώ — αφειδώ — σιαλαγωγός — ξανθομούστακος — προσωπογραφία — πλανόδιος — φανφαρονισμός |
|||