|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταστατό? — — σερέτισσα — καλοκαιριάτικος — παντοχή — φαρμακομύτης — αντιπροεδρεύω — ελαφροπαρμένος — μηλεών — αποθαρρεύομαι — κολεόπτερα — πιτσιρίκος — χειρόγραφο — θυμωμένος — υλοζωισμός — προσωρινός — ακεραιότητα — δίυβος — χυτάσφαλτος — χερακώνω — βήχω — υπερεντείνω — προανακρίνω |
|||