|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελίτσα? — — επεξεργάσιμος — υποβαστακτικός — αυλακισμός — κατασυκοφαντώ — πέπλο — αυγοτάραχο — μερισματόγραφο — λυρισμός — βραχύκαννος — εξαπτέρυγος — δακτυλοδειχτούμενος — γεφυρώνω — ξαλμυρίζω — λιοστρόφι — ελάφιον — μανουλίτσα — αυτενεργώ — απαρμέγω — κουνέλι — φυτόχωμα — αναθυμίζω |
|||