|
η прям., перен. ловушка, западня; στήνω ~ — поставить ловушку; παρασέρνω στήν ~ — заманивать в западню; πέφτω σέ ~ — попадать(ся) в ловушку, в западню #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловушка? — παγίδα как на (ново)греческом будет слово западня? — παγίδα как с (ново)греческого переводится слово παγίδα? — ловушка, западня — απόνερα — παρορμάω — εξάρτια — άνθι — ωφελιμίστρια — όσιος — ανισορροπία — καραβόσκυλο — έγινα — αληθομανής — αποφαίνομαι — αβλαστάρωτος — τρηματώδης — πεντάχρονο — ακατατόπιστος — θησαυρίζω — ωκυποδία — διηλεκτρικότητα — παραδαρμένη — λατινοκρατία — σύντας |
|||