|
мужать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужать? — αντρώνομαι как с (ново)греческого переводится слово αντρώνομαι? — мужать — ενδοψία — περιστέλλω — θσλοσσόνερο — αμούσκευτος — αδιαφώτιστος — ασκούμαι — βουλευτεια — λιατήρι — παλιννοστία — σκάρωμα — φαζάνι — μουχρώνει — αμφίλογος — σπαρτιάτικα — επαγωγέας — ματσωμένος — υττέρβιο — αλληλοφαγία — πρεσσάρισμα — αναβιωτικός — αβολιά |
|||