|
το крик радости; шум ликующей толпы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крик радости? — αλαλητό как на (ново)греческом будет слово шум ликующей толпы? — αλαλητό как с (ново)греческого переводится слово αλαλητό? — крик радости, шум ликующей толпы — συγκυβερνητικός — σταχωμένος — μαλάκιο — αμερικανοκρατούμενος — ανθρακωτήρας — συνεχίζω — περιαύλιον — σαρανταλείτουργο — ρημαγμένος — ανακουφίζω — σκαντζόχοιρος — υπερήλικας — χιμώ — νηματοποίηση — αντσούγια — αφροστέφανος — περιπολικός — βαμβακοχώραφο — άχειρ — πνεύμονας — μεζές |
|||