Новогреческий словарь
αλαλητό
αλαλητό
το
крик радости; шум ликующей толпы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крик радости
? —
αλαλητό
как на
(ново)греческом
будет слово
шум ликующей толпы
? —
αλαλητό
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαλητό
? — крик радости, шум ликующей толпы
#
(ново)греческий словарь
—
ώχοντα!
—
ευκλείδειος
—
ζερβύς
—
φακόρυζο
—
σμυριδωρυχείο
—
πνευμονολόγος
—
ισόμετρος
—
πολίχνη
—
δεκατεία
—
κλεψίγαμος
—
δημοκοπικά
—
σύμφυτος
—
απιστομιούμαι
—
ωριαίος
—
ελκώ
—
εξωδερμικός
—
κλιματολογικός
—
αναπαράσταση
—
οψιγενής
—
καραβοτσακισμένος
—
πήρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω