|
дорого #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дорого? — ακριβά как с (ново)греческого переводится слово ακριβά? — дорого — βιολόγος — αυτοδύναμος — γωνιογνώμων — αναπόσβεστος — υπερύψωση — ακατοίκητος — φυσιγγιοθήκη — αδαημοσύνη — αντίκειμαι — αλογάκια — σίελος — λεμβούργός — οινεμπόριο — αρθροπάθεια — ωοθυλάκιον — εποψη — φτισιά — αξεσήκωτος — βαπόρια — Αιγύπτια — παραψαλιδίζω |
|||