Новогреческий словарь
καθισμένος
καθισμένος
Сидящий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεταπλαστός
—
αντλία
—
πρωτομάγειρος
—
ριζάφτι
—
τραπεζίτης
—
αφομοιώσιμο
—
λιμενοβραχίονας
—
αιμοδυναμική
—
αδερφοσκοτωμός
—
κωπαίος
—
εισβολέας
—
σφύριγμα
—
αηδονήσιος
—
ασπροντύνομαι
—
ακροσταβία
—
γυψοποιείο
—
συνθλαστήρ
—
δεσμικός
—
εμπυριοθήκη
—
ανελίσσομαι
—
αδηφαγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве