Новогреческий словарь
στυλιζαρισμένος
στυλιζαρισμέν|ος
стилизованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стилизованный
? —
στυλιζαρισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυλιζαρισμένος
? — стилизованный
#
(ново)греческий словарь
—
πυρογραφω
—
ευτέλεια
—
μυκηθμός
—
πταρμός
—
σιναπέλαιο
—
παραξόνιο
—
χοντροσύνη
—
λινόπανο
—
αιχμαλωτισμός
—
σιροπιάζω
—
μεσάζω
—
έχτρητα
—
ρεμέτζο
—
υφύγρωση
—
υπεροξίδιο
—
τρόχιλος
—
εκρήγνυμαι
—
ευωδιά
—
απισχναίνω
—
νέμα
—
φωνογραφώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,