|
αόρ. от αναζευγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέζευξα? — — αββάς — μεγαλοπρέπεια — αποφατικά — μεσαδρούλα — ερωμένος — μεγαλουσιάνα — γνωστικεύω — αμυγδαλόσχημος — προσευχητάρι — εργατικότητα — απαράγραπτο — καρικατούρα — κατασκοπεύω — αρπακτικός — μαχαιριά — υψηλοτάτη — περιστασιακά — συνδέω — εκατοντάδα — ακοιμησιά — ίλαρχος |
|||