|
(-ήρος) ο волочильный стан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волочильный стан? — συρματωτήρ как с (ново)греческого переводится слово συρματωτήρ? — волочильный стан — χρησμοδοτώ — ονειροπολώ — ενάκανθος — κειμήλιο — στάση — αρωματοποιείο — γραφτός — θέρμη — παθιάζομαι — εκτιναγμός — καλόγνωμος — αταύτιστος — μπαγδατίζω — μισθοδοτούμαι — διασπαθιστής — διαβατό — κοκοφοίνικας — θαμπογυαλίζω — θάψιμο — θηριόμορφος — κυτταρολογία |
|||