|
1) незаряженный; ~ο σωμάτιο (или σωματίδιο) — незаряженная частица; ~η μπαταρία — незаряженная батарея; 2) непогруженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаряженный? — αφόρτιστος как на (ново)греческом будет слово непогруженный? — αφόρτιστος как с (ново)греческого переводится слово αφόρτιστος? — незаряженный, непогруженный — κορνιζάρω — ψυχίατρος — λαγών — σκηνικός — κυνικότητα — ηλεκτροενέργεια — τριγμός — δακτυλιοθήκη — πεντάμηνο — κρέμα — γυναικόδουλος — μετατύπωση — αισθησιοκράτης — χρέμπτομαι — περιπτύσσομαι — μελιτζανής — χονδρίλλα — μισθουλάκος — καταφανής — αδιήθητος — περουβιανός |
|||