|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποσβολωμένος? — — γκεστάω — χοντράνθρωπος — λαβυρινθίτις — πειθαναγκασμός — δαιμονόπουλο — ασβεστόχριση — στομαχιάρικος — αμασκάλη — ενδεκάζω — αποχτηνώνω — βουφθαλμία — οπληφόρα — γαϊδουροκαθίζω — χρεωλύσιο — καρχαρίας — τρομάζω — ελυτρον — ψιμύθιο — εισπνεόμενο — απόκρυφο — ονειροκρίτης |
|||