|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στασιασμός? — — φανελλοποιείο — μέμψις — ασπρομάλλης — ακετυλένιον — ούζο — διότι — ασυγχώρητος — ασυγκόμιστος — ελάφρωμα — ξενητειά — λίμασμα — σεληνοφώτιστος — εστίασις — ολόγιομος — μαγαζί — σκαμπό — περιτριγυρίζω — πλακάς — δακτυλογραφέσσα — νεροτσουλήθρα — ανατροφοδοτικός |
|||