|
физ., хим. 1. изотопный; 2. (τό) изотоп; τά ραδιενεργά ~α — радиоизотопы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изотопный? — ισότοπος как на (ново)греческом будет слово изотоп? — ισότοπος как с (ново)греческого переводится слово ισότοπος? — изотопный, изотоп — περίδακρυς — ηλιοτρόπιο — ακράτητα — χιλιμίντρισμα — ζωοκόμος — γουνώνω — καπιστρώνω — σπινθήρισμα — αγγελόκορμος — κακορραμμένος — θερμιδομετρία — αφροδισία — πρεπούμενος — καϊξής — πνίγομαι — μακροβούτι — σαφράνι — γλαφυρότητα — πύρεξις — πορτέλλο — φαρμακομύτης |
|||