|
шутить, острить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шутить? — ευθυμολογώ как на (ново)греческом будет слово острить? — ευθυμολογώ как с (ново)греческого переводится слово ευθυμολογώ? — шутить, острить — λιθοδομή — ξελαφρώνω — ροζακί — μειωτέος — κουβερτούλα — Ιταλός — καλπασμός — ετεμον — σαρακοφάγωμα — δικάζω — καθιστώ — στηθοσκόπιο — παραθέριση — εκατοστόμετρο — συνεργάτιδα — αλλαντοποιία — τσίνουρο — χρύσωση — παραγοντοποίηση — γκαστρώνομαι — Κινέζα |
|||