|
το тех. стрела; === κάθομαι στά ~α καί στ'αγκάθια — а) сидеть как на иголках; б) находиться в трудном положении; ~ δέν πέφτει χάμου — [phrase]яблоку негде упасть[/phrase]; γυρεύει μέ τό ~ ν' ανοίξει πηγάδι — посл. [phrase]иголкой колодца не выроешь[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрела? — βελόνι как с (ново)греческого переводится слово βελόνι? — стрела — γρικάω — παρενοχλώ — χωλότητα — εξαντλώ — όλεθρος — ακαταχώνιαστος — νεοφασισμός — χελώνι — πρόωρος — λεμφοειδής — αμνήμονας — διώκτης — ανθρωπισμός — σμπαράλιασμα — αχρώματος — ασφάλιχτος — ξελαγαρισμένος — πλέγμα — αφιερωτής — δυϊστής — ψαρεύομαι |
|||